- επεξεργάσιμος
- -η, -οαυτός που μπορεί να υποστεί περαιτέρω επεξεργασία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επεξεργάσιμος — η, ο που επιδέχεται επεξεργασία, που μπορεί να υποστεί επεξεργασία και τελειοποίηση, ο κατεργάσιμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πέτασμα — Στη φυσική ονομάζεται έτσι κάθε διάταξη η οποία εμποδίζει ή περιορίζει τις ηλεκτρικές ή μαγνητικές δράσεις και τις σωματιδιακές ή ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες να διαδοθούν προς ορισμένη κατεύθυνση του διαστήματος. Ανάλογα με τους σκοπούς για… … Dictionary of Greek